Η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατότητα μετατροπής των συστημάτων υγείας από αντιδραστικά σε προορατικά, προγνωστικά και ακόμη και προληπτικά.
Μια σημαντική νέα έκθεση υπό την καθοδήγηση του Ιδρύματος Novartis και της Microsoft δείχνει το πώς η επένδυση σε δεδομένα και στην τεχνητή νοημοσύνη είναι κρίσιμη για να κατευθύνει τις βελτιώσεις των συστημάτων υγείας που απαιτούνται για την ανταπόκριση και την ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19 και τις άλλες μεγαλύτερες υγειονομικής φύσεως προκλήσεις του κόσμου.
Επαναπροσδιορισμός της παγκόσμιας υγείας μέσω της τεχνητής νοημοσύνης: Ο χάρτης πορείας για την ωριμότητα της τεχνητής νοημοσύνης αναπτύχθηκε από την Ομάδα Εργασίας για την Ψηφιακή Τεχνολογία και την Τεχνητή Νοημοσύνη στην Υγεία της Επιτροπής Ευρυζωνικότητας, στην οποία συμπροεδρεύουν το Ίδρυμα Novartis και η Microsoft. Βάσει πανοραμικής επισκόπησης σε περισσότερα από 300 υφιστάμενα περιστατικά χρήσης τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία, η έκθεση δείχνει το πώς η τεχνητή νοημοσύνη παρεμβάλλεται ήδη στην υγειονομική περίθαλψη. Στη συνέχεια, παρουσιάζει έναν χάρτη πορείας για να βοηθήσει τις χώρες στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης προκειμένου να μετατραπούν τα συστήματα υγείας τους από αντιδραστικά σε προορατικά, προγνωστικά και ακόμη και προληπτικά.
Οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (LMIC) που αντιμετωπίζουν συστηματικές προκλήσεις υγείας, όπως είναι η έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της υγείας, οι ανεπαρκώς εξυπηρετούμενοι πληθυσμοί, η ταχεία αστικοποίηση και η παραπληροφόρηση είναι αυτές που έχουν να κερδίσουν τα περισσότερα από την τεχνητή νοημοσύνη - αλλά και τα περισσότερα να χάσουν. Η ανταπόκριση στην πανδημία COVID-19 είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει το πώς η παγκόσμια υγεία εξαρτάται πλέον από τα δεδομένα. Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες εξακολουθούν να πρέπει να δημιουργήσουν αυτά τα δεδομένα ή να καταστήσουν διαθέσιμα διαλειτουργικά σύνολα δεδομένων και οι κυβερνήσεις που δεν επενδύουν κινδυνεύουν να διευρύνουν περαιτέρω τις σχετιζόμενες με την υγεία ανισότητες στους πληθυσμούς τους.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που πρωτοστατούν ήδη παγκοσμίως στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία. Για παράδειγμα, μια υπηρεσία εικονικής παροχής συμβουλών ιατρικής περίθαλψης στη Ρουάντα καλύπτει ήδη το ένα τρίτο του ενήλικου πληθυσμού και τα νοσοκομεία της Ινδίας χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για να προβλέψουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής επτά έτη πριν από το συμβάν.
Οι χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν επίσης πολλά να κερδίσουν από τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία. Για παράδειγμα, η έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της υγείας αποτελεί παγκόσμια πρόκληση, ενώ προβλέπεται ότι το παγκόσμιο χάσμα θα ανέλθει στα 18 εκατομμύρια έως το 2030. Αυτό ενισχύει το σενάριο επένδυσης σε υποστηρικτικά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το νοσηλευτικό προσωπικό και τους κοινοτικούς υγειονομικούς υπαλλήλους να διαγιγνώσκουν και να αντιμετωπίζουν νόσους που παραδοσιακά παρακολουθούνται από γιατρούς. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν πρέπει να αντικαταστήσει τους ανθρώπους, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να ενισχύσει ανθρώπινες ικανότητες εκτελώντας εργασίες όπως η επεξεργασία μαζικών δεδομένων για την ταχύτερη και ακριβέστερη διάγνωση θεμάτων υγείας.
«Πολλές χώρες δεν είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν νέες αναδυόμενες νόσους, όπως η COVID-19 επιπροσθέτως του υπάρχοντος φορτίου των λοιμωδών νοσημάτων και του ολοένα αυξανόμενου κύματος των χρόνιων παθήσεων. Η ψηφιακή τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη είναι απαραίτητα μέσα για τον επανασχεδιασμό των συστημάτων υγείας,» δήλωσε η Ann Aerts, επικεφαλής του Ιδρύματος Novartis και co-chair της Ομάδας Εργασίας για την Ψηφιακή Τεχνολογία και την Τεχνητή Νοημοσύνη στην Υγεία της Επιτροπής Ευρυζωνικότητας. Η τεχνητή νοημοσύνη ενισχύει την πρόσβαση και βελτιώνει τις εκβάσεις, ενώ παράλληλα μειώνει το κόστος αναγνωρίζοντας πιθανά προβλήματα υγείας προτού καν εμφανιστούν. «Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να έχει μεγάλο αντίκτυπο όχι μόνο σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, αλλά και σε όλα τα συστήματα υγείας», δήλωσε ο Paul Mitchell, της Microsoft και co-chair της Ομάδας Εργασίας. «Είναι σαφές ότι η νόσος COVID-19 οδηγεί σε τεράστια αλλαγή στη χρήση της τεχνολογίας στην υγεία - μέσα σε λίγους μήνες βλέπουμε αυτό που περίμενα ότι θα πάρει χρόνια, αν όχι δεκαετίες.»
Οι μεγαλύτερες αλλαγές στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης θα καθοδηγούνται από συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων, από υπεύθυνους ψηφιακής καινοτομίας, επαγγελματίες υγείας και από την κυβέρνηση, δήλωσε η Δρ Aerts. «Πρέπει να αναπτύξουμε ένα βιώσιμο οικοσύστημα για την τεχνητή νοημοσύνη στην υγεία στις χώρες που την χρειάζονται περισσότερο», ανέφερε. «Αυτό πρέπει να συμβεί διασφαλίζοντας παράλληλα δικαιοκρισία και πρόσβαση για όλους. Δεδομένου ότι τα συστήματα υγείας δημιουργούνται ξανά μετά την πανδημία, η τεχνολογική καινοτομία πρέπει να αποτελέσει βασικό μέρος της ατζέντας.»